υπογλυκαιμία — υπογλυκαιμία, η και υπογλυχαιμία, η η ελάττωση του ποσού του ζάχαρου στο αίμα κάτω από 0,70‰ γρμ.: Πρέπει να τρώει γλυκά· πάσχει από υπογλυκαιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπογλυκαιμικός — ή, ό, Ν [υπογλυκαιμία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπογλυκαιμία (α. «υπογλυκαιμικό κώμα» β. «υπογλυκαιμικό σύνδρομο») 2. (φυσιολ. φαρμ.) (για παθήσεις ή ουσίες) αυτός που είναι ικανός να μειώσει τις τιμές τής ποσότητας τού σακχάρου στο… … Dictionary of Greek
Hypoglycemia — For information about the popular condition that does not involve measured low glucose, see hypoglycemia (common usage). Hypoglycemia Classification and external resources Glucose meter ICD 10 … Wikipedia
γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
δυσινσουλινισμός — ο ιατρ. παθολογική κατάσταση, σακχαρώδης διαβήτης ή υπογλυκαιμία, που αποδίδεται σε κακή λειτουργία τών νησίδων τού παγκρέατος (ανεπάρκεια ή υπερλειτουργία) … Dictionary of Greek
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek
υπογλυχαιμία — η, Ν βλ. υπογλυκαιμία … Dictionary of Greek
υπόφυση — (Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι… … Dictionary of Greek